Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

20. Wave Gotik Treffen 2011 - The review



In order to get more photographic material for Bloodcult Zine, I decided to post my annual report on Wave Gotik Treffen here on my blog. The anniversary festival which was celebrating 20 years from the day it was founded had taken place there from Thursday the 9th of June '11 and ended on Monday the 13th. This year's WGT will take place at Leipzig (Germany) from the 25th of May 2012 till the 28th. The text that follows is in greek language.


Είκοσι χρόνια σημειώθηκαν από την απαρχή του Wave Gotik Treffen και το 2011 ήταν μια πολύ διαφορετική χρονιά για το ετήσιο διεθνές gothic meeting. Το Bloodcult Zine Magazine (και E-Zine πλέον) παρευρέθη εκεί φυσικά, καθώς το φετινό ήταν κάτι το ξεχωριστό. Το κοσμοϊστορικό πλέον ετήσιο «Gothic Dream» που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη Λειψία της Γερμανίας, αυτή τη φορά ήταν επετειακό-εορταστικό για τα είκοσι χρόνια που έκλεινε και, διήρκεσε από την 9η μέχρι και την 13η του Ιούνη, ξεκινώντας από αργά το βράδυ της Πέμπτης με opening parties σε διάφορα σημεία της πόλης αλλά και με live gigs που έλαβαν χώρα στην κεντρική σκηνή του Agra. Τη συνταγή λίγο πολύ τη θυμόμαστε. 


Τέσσερις μέρες, 15 μουσικές σκηνές, 150 καλλιτέχνες περίπου, 750 δημοσιογράφοι (ανάμεσά τους κι εμείς του Bloodcult), ένα τεράστιο κοινό γύρω στις 25 με 27.000 κόσμο από όλη την υφήλιο στο μεγαλύτερο σκοτεινό εναλλακτικό γεγονός της χρονιάς στην Ευρώπη, μόνο που αυτήν τη φορά οι μέρες έγιναν πέντε και η διασκέδαση πολύ περισσότερη. 

Η διαδρομή παρέμεινε η ίδια: αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος με Easyjet (κατά προτίμηση) με προορισμό το αεροδρόμιο του Shoenfeld στο Βερολίνο. Τρενάκι για Λειψία, με πολλή προσοχή στις αλλαγές των γραμμών και μετά tram για την καρδιά του φεστιβάλ, το Agra. Στο χώρο αυτό υπάρχουν όλα τα απαραίτητα για τη διαμονή στο φεστιβάλ, μόνο που πρέπει κανείς να έχει προμηθευτεί κάποια πράματα από νωρίς αν θέλει να περάσει καλά τις επόμενες μέρες και να αποφύγει τις αναπόφευκτες μεγάλες αναμονές σε ουρές με κόσμο. Για δωμάτια ξενοδοχείων ούτε συζήτηση. Επικρατεί χάος μέχρι να βρεθούν ελεύθερα δωμάτια, μιλώντας για αυτούς που, το επιχείρησαν τρεις μήνες για παράδειγμα πριν από την έναρξη του φεστιβάλ. Τιμές στα ύψη, παρόλη την οικονομική κρίση που κυριαρχεί παντού γενικά, αλλά και πάλι, ο περισσότερος κόσμος τρομάζει να βρει δωμάτιο. Εμείς τη μοίρα μας την ξέρουμε σχεδόν κάθε χρόνο και οργανωνόμαστε λιγάκι νωρίτερα. Το θετικό με το περσινό επετειακό WGT πάντως, ήταν ότι πολύς κόσμος αψήφησε την τραγική αυτή κρίση και έσπευσε να καταφτάσει στην όμορφη Λειψία. Κατά μεγάλη πλειοψηφία μάλιστα, πολλοί Έλληνες το επισκέφτηκαν για πρώτη φορά. Για εμάς ήταν η έβδομη. 


Οι συζητήσεις περί κρίσης φέτος δεν έλειψαν, ακόμα και στις παρέες μας από Αμερική. Πολλές οι μειώσεις μισθών λοιπόν και στις χώρες του μεγάλου ονείρου. Η αγορά ήταν εξαιρετικά δελεαστική, γεμάτη από CD’s αγαπημένων μας εταιριών (πχ. Out of Line), περιοδικά, T-shirts, βιβλία και φυσικά το μεσαιωνικό χωριό, HeidnischesDorf, με την πολύ πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα αγορά του και τα δωρεάν θεάματά του (μονομαχίες, medieval & folk concerts, workshops, fire performances κ.ά.π.). 

Ενθυμούμαι και από προηγούμενες χρονιές ότι η παρέλαση των fans περιλάμβανε πάντοτε  πολύ και λίγο από όλα τα stylizations: gothic, Victorian, cyber, fantasy, fairy, medieval age, cyber-punk, metal, black metal, punk, metal-wear, latex, fetish, cupcake, Lolita, semi-nude ή και full nude με πολλά body modifications. Αλλά πάντα κάποιο χαρακτηριστικό ήταν λιγάκι παραπάνω «στη μόδα» κάθε χρόνο από τα άλλα. Πέρσι για παράδειγμα, είχε φορεθεί πολύ το «ninja» στυλ με τις μάσκες, πρόπερσι ήταν τα bondage και τα (άλυσο)δεσίματα, ακόμα και τα κέρατα, μην το γελάτε. Capricorns, Unicorns, «my little pony», devil’s horns, ό,τι και να μας θύμιζε η κάθε ενδυμασία συνδυασμένη με κέρατα ήταν πολύ επιτυχημένη. Τα πιο επιτυχημένα κουστούμια πολύχρωμων μονόκερων ή με horns ανακατεμένα σε περίεργες κομμώσεις ήταν συνήθως με φίρμες Mother Of London και Antiseptic fashion


Βεβαίως στην αγορά δεν έλειπαν και οι πιο γνωστές μάρκες ρούχων ή κορσέδων και παπουτσιών όπως οι AMF Korsets (Aesthetic Meat Front), κορυφαίοι στο είδος τους σε ένα stand που καθήλωνε κόσμο με τις ώρες και φυσικά Cyberdog, Allycat, Queen Of Darkness, Phaze, Cyberesque, Demonia, Pleaser, New Rock, X-tra-x, Bibian Blue, Maya Hansen που άφησαν πολύ κόσμο άφωνο (με τα σχέδια αλλά και με τις υπερ-τσιμπημένες τιμές τους). Φέτος έκανε έξαρση το steampunk look το οποίο συνδυάζει vintage στοιχεία ανανεμειγμένα με μια φουτουριστική λογική «ταξιδιού στο χρόνο» και, ανάθεμα κι αν έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Θα φροντίσουμε όμως καταλλήλως και για αυτό. 


Η Πέμπτη μας ξεκίνησε με την αγορά κλειστή και ένα Agra κατάμεστο από κόσμο, εν αναμονή των πρώτων επετειακών live της χρονιάς. Προλάβαμε τους Γερμανούς Age Of Heaven, τους οποίους συγκινήθηκα πολύ βλέποντάς τους επιτέλους live, αφού τους άκουγα πολύ μικρούλα –από το ’92 κιόλας που είχαν ξεκινήσει- κι ήταν ένα από τα πολυαγαπημένα gothic rock bands των «νιάτων» μου, περισσότερο όμως ρίγησα στο άκουσμα του ‘The garden of love’. Τρομερή και η gothic διακόσμηση της σκηνής με αναρριχώμενα τριαντάφυλλα στα μικρόφωνα! Στην πορεία ακολούθησαν οι –επίσης εγχώριοι- The Eternal Afflict, οι οποίοι δεν χρειάζονται και πολλές συστάσεις. Γενικά όλα σχεδόν τα ακούσματα της Πέμπτης, εστίαζαν περισσότερο στην ιστορική και αξιόλογη gothic rock μουσική σκηνή των early 90s. Οι Eternal Afflict, έχοντας πολλά άλμπουμ στο ενεργητικό τους και τεράστιο κοινό, μας μετέδωσαν θετικότατη ενέργεια και άφησαν, για το τέλος όπως πάντα, το hit που τους είχε τινάξει στα ύψη της επιτυχίας το 2009, που δεν είναι άλλο από το San Diego. Το γεγονός ότι πολλές μπάντες γίνονται γνωστές κατόπιν πολλών ετών εργασίας στο ενεργητικό τους είναι αρκετά ψυχοφθόρο αλλά, η μετέπειτα επιτυχία έρχεται πάντα να ισοφαρίσει για τα χαμένα χρόνια. Την συναυλία έκλεισαν οι Love Like Blood σαν headliners της Πέμπτης 9 Ιουνίου, δικαιολογημένα κιόλας για την δική τους εξίσου τεράστια ιστορία και μακρόχρονη πορεία. Επιβλητικές, σενιαρισμένες, κουστουμαρισμένες και διακριτικές παράλληλα παρουσίες, φωνητικά και ατμόσφαιρα που μας καθήλωνε, προκαλώντας μας να κάνουμε μια αναδρομή στο ένδοξο, πιο ποιοτικό μουσικά, pure gothic παρελθόν, έκλεισαν την όμορφη αυτή βραδιά, προθερμαίνοντάς μας έτσι για τις επόμενες τέσσερις που θα ακολουθούσαν. 

Παρασκευή 10 Ιουνίου του 2011, η διαδρομή μας ξεκίνησε από την αγορά φυσικά που, πλέον είχε ανοίξει και ήταν γεμάτη κόσμο με προϊόντα διαθέσιμα που απευθύνονταν προς κάθε αμετανόητο fashion victim, συλλέκτη δίσκων/CD, διακοσμητικών, αξεσουάρ, κοσμημάτων, βιβλίων, ακόμα και επίπλων. Η αχανής αγορά με κέντρο το Agra και το μεσαιωνικό χωριό (Heidnisches Dorf) ήταν μεγάλος πειρασμός για τον κάθε Έλληνα επισκέπτη σε οικονομική κρίση, πόσο μάλλον για μανιακούς αγοραστές και συλλέκτες. Αφήνοντας το Agra κατευθυνθήκαμε προς το Moritzbastei για να παρακολουθήσουμε την πρώτη για μας παρασκευιάτικη συναυλία, τους V2A, από την Αγγλία. Προσωπικά δεν τους είχα ξανακούσει μέχρι εκείνη την ημέρα. Η Drone Mechanized και ο Kevin Stewart (Drone), οι  κύριοι τραγουδιστές του γκρουπ, αν και έκλεβαν την παράσταση με το cyber look τους, τα πολλά εφέ και τα wall projections, η ηλεκτρονική τους μουσική ήταν άκρως διαπεραστική στο κοινό, περνώντας πολλά μηνύματα για επίκαιρα κακώς κείμενα (κατά βάση ειρωνικά προς τα πρότυπα της χριστιανικής θρησκείας). Από πολλά συγκροτήματα της Noitekk, που είναι συνήθως σκληρά ηλεκτρονικά, ίσως να ήταν και από τα λίγα τα οποία με κρατούσαν διαρκώς σε εγρήγορση και δε μου άφησαν κανένα χλιαρό συναίσθημα με «κοιλιές» και γραφικότητες καθ’ όλη την διάρκεια της εμφάνισής τους. Ακολούθησαν με πιο ρομαντικές διαθέσεις σε πιο pop μελωδίες οι Analog Angel από την Σκωτία. Έδωσαν ένα αξιοπρεπές και ευχάριστο live. Εύκολα διέκρινε κανείς φανερές επιρροές από Depeche Mode (όπως κάνουν πολλές μπάντες άλλωστε). Θύμιζαν σε πολλά κάτι μεταξύ De/Vision και Assemblage 23. 

Λίγο πριν το τέλος της συναυλίας αυτής όμως έπρεπε να αφήσουμε το Moritzbastei για να κατευθυνθούμε με το τραμ προς Pantheon/Kuppelhalle (ή αλλιώς όπως το θυμόμαστε Volkspalast). Εκεί θα απολαμβάναμε για πρώτη μας φορά τους Clock DVA, που σαν όνομα δεν χρειάζονται και πολλές συστάσεις. Ο χώρος του Kuppelhalle, αν και ηχητικά είναι ικανοποιητικότατος και, από αρχιτεκτονικής άποψης και διακόσμησης, είναι σκέτο ανάκτορο, δεν ενδείκνυται κατά τη γνώμη μου για τέτοιες συναυλίες. Το συγκρότημα εμφανίστηκε στο κέντρο της σκηνής, πάνω σε ένα τεράστιο βάθρο γεμάτο synths, μηχανήματα και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αλλά περιτριγυρισμένοι από ένα είδος παραβάν σε σχήμα τετράεδρου που τους έκρυβε κατά ένα 85% και μόλις μετά βίας διακρίναμε το διμελές σχήμα του 1978 από το Σέφιλντ της Αγγλίας. Οι Αντόλφοι «Άντι» Νιούτον (Adolphus «Adi» Newton) και Στίβεν «Τζαντ» Τέρνερ (Steven «Judd» Turner), παρόλο που μας απογοήτευσαν σαν παρουσία, καθώς είχαμε στριμωχτεί εκεί μέσα τόσος πολύς κόσμος γύρω-γύρω από το βάθρο αυτό σαν τις σαρδέλες, ηχητικά μας μάγεψαν με παλιές και αναλλοίωτες στο χρόνο και τη μνήμη μας (όπως πχ το «Operators» κ.ά. πολλά). Το παραβάν φρόντισαν να το χρησιμοποιήσουν τουλάχιστον αρκετά δημιουργικά, για τα μάτια μας μόνο, με μια ψυχεδελική, αρκετά avant-garde γκάμα από video προβολές που εναλλάσσονταν αρμονικά γύρω-γύρω, από μέσα προς τα έξω προς στο κοινό και πρόσθεσαν έναν αέρα μυστηρίου σε συνδυασμό με τις ambient, industrial και post punk μελωδίες τους.
 

Ίσα που προλάβαμε να πεταχτούμε αργά προς Agra πλευρά, για να παρακολουθήσουμε το κλείσιμο των live με τους Deine Lakaien από την Πρωσία. Όποιος έχει παρακολουθήσει τον Alexander Veljanov σε acoustic set και τον Ernst Horn τόσο στους Deine Lakaien όσο και σε άλλες μπάντες (πχ Qntal, Helium Vola) αντιλαμβάνεται αμέσως περί τίνος πρόκειται από την μαγεία που διαχέεται σε όλον το χώρο, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μια μπάντα-σταθμό της dark wave electronic που διαπρέπει πάντα τόσο στα hit όσο και στα μη-hit κομμάτια της. Η Παρασκευή, άλλοτε ήταν η πρώτη μέρα του φεστιβάλ. Πλέον με τον εορτασμό των 20 ετών του WGT ήταν η δεύτερη ημέρα για εκείνο το έτος και έληξε σχετικά πιο ξεκούραστα από ό,τι περιμέναμε. 

  
Το Σάββατο 11 Ιουνίου, έτυχε, ακολουθώντας την λογική σχεδόν κάθε έτους, να συγκεντρώνονται όλα τα πιο ενδιαφέροντα (κατά την ταπεινή μας γνώμη πάντα) συγκροτήματα στην κεντρική σκηνή του Agra. Αράξαμε στο μεσαιωνικό χωριό για αρχή στο γρασίδι τρώγοντας φαλάφελ, παρακολουθήσαμε μερικά μουσικά γκρουπ κι άλλα βουκολικά δρώμενα, χαζέψαμε πάγκους με μυθολογικά βιβλία, εγχειρίδια και πολλά διακοσμητικά είδη, ρούχα, αξεσουάρ και κοσμήματα που παρέπεμπαν στην νορδική μυθολογία και την σκανδιναβική φιλοσοφία. Το Agra για μας ήταν πια κοινό σημείο συνάντησης για τους περισσότερους Έλληνες που επισκέπτονται σχεδόν κάθε χρόνο το φεστιβάλ. 

 Δηλαδή, ακόμα κι αν δεν συναντήσει κανείς μας κανέναν από την Πέμπτη μέχρι και την Παρασκευή αργά το βράδυ, τα βράδια του Σαββάτου, θέλουμε δε θέλουμε, το πιο πιθανό είναι να τρακάρουμε ο ένας τον άλλο. Κι όχι μόνο συμπατριώτες αλλά και φίλους από όλη την Ευρώπη, τον Καναδά και την Αμερική που έχουμε κάνει κατά καιρούς. Αυτός ο χώρος αφήνει ένα όμορφο συναίσθημα, κάνοντάς μας να αναπολούμε τα παλιά και να νιώθουμε πιο πολύ σαν «στο σπίτι μας». Σαν επέτειος. Πρώτο όνομα έπαιξαν οι Γερμανοί Destroid, του Daniel Myer από τους Haujobb. 
Συμπαθητική ηλεκτρονική EBM, αν και προσωπικά δεν με εντυπωσίαζαν ποτέ ιδιαιτέρως. Θεωρώ ότι ο Daniel Myer έχει διαθέτει πολύ καλύτερες δουλειές στο ενεργητικό του. Ακολούθησαν οι Agrezzior από την Σουηδία σε πιο oldschool EBM διαθέσεις και προφανείς επιρροές από Nitzer Ebb. Αν και, δεν με εντυπωσίασε ιδιαιτέρως το παίξιμό τους ούτε η σκηνική τους παρουσία, καθότι πολλές από τις μπάντες αυτές καταλήγουν να είναι πανομοιότυπες, λίγο τα κρουστά, τα σκληρά και μη διαστρεβλωμένα φωνητικά και λίγο η ενέργειά τους βοήθησαν αρκετά την κατάσταση. Το κοινό αυξήθηκε ραγδαία στον αχανή χώρο του Agra όταν μπήκαν οι Γερμανοί Faderhead . Τέσσερα άτομα στην σκηνή που ήξεραν πολύ καλά την συνταγή για να εξυψώνουν τα πλήθη με δυναμικά beats, σε έναν ξέφρενο χορευτικό ρυθμό. Ερμήνευσαν γνωστές τους επιτυχίες όπως τα «Dirty Grrls Dirty Bois», «TZDV», και ένα νέο hit με τίτλο «This is the way to fuck god».

Όταν πια έφτασε η ώρα των Feindflug ο χώρος ήταν πατείς με πατώ σε και τα πρώτα σημάδια pitting δεν άργησαν να φανούν. Η σκηνή διαμορφώθηκε έτσι ώστε να πάρει τη μορφή πεδίου μάχης, όπως είθισται άλλωστε σε κάθε εμφάνιση της πολυμελούς αυτής μπάντας. Σταδιακά άρχισαν ένας ένας, όλοι οι Feindflug να κάνουν την εμφάνισή τους, με τρομερές μιλιταριστικές ενδύσεις, μάσκες, κράνη και τυμπανοκρουσίες οι οποίες κλιμακώθηκαν σε σκληρά beats και σαμπλαρισμένα φωνητικά από τα κύρια μέλη. Η πασίγνωστη για τον δυναμισμό, την δημιουργικότητα και ένταση σκηνική τους παρουσία, σε συνδυασμό με τις απίστευτες ερμηνείες γνωστών hits τους όπως τα «Stukas im Visier», «AK 47», «Roter Schnee»,  «Ersatzteil», «Truppenschau» και πολλά άλλα από τα αγαπημένα μας άλμπουμ (όπως το Hirnschlacht, το Volk Und Armee κλπ.), διαπερνούσαν τα μηνίγγια προκαλώντας ρίγη, δέος ή και «πανικό», με την έννοια του ξεφαντώματος. Οι Feindflug είναι μια από τις μπάντες που γνωρίζει πολύ καλά πώς να ξεσηκώνει το αφοσιωμένο κοινό της και να μετατρέπει ένα live σε ιεροτελεστία. Θριαμβευτικό το φινάλε του live, με τυμπανοκρουσίες και θεαματική έξοδο όλων των μελών της μπάντας από την σκηνή.
Την σκυτάλη πήραν ως headliners της βραδιάς οι Front 242, ως παλιοί και ειδήμονες της ηλεκτρονικής μουσικής. Σε περιπτώσεις τέτοιων ονομάτων, αν και είναι δύσκολο πολλές φορές να κάνει κανείς αρνητική κριτική, λόγω του ιστορικού μουσικού τους υπόβαθρου, οι Front 242, σε πιο απλή, λιτή και μινιμαλιστική εμφάνιση και, παρόλο που τους έχουν πάρει κάπως τα χρόνια, είχαν πολλή ενέργεια και επικοινωνία με το κοινό. Ερμήνευσαν πολλά αγαπημένα κομμάτια όπως τα «Body to Body», «Headhunter», «Lovely day» κ.ά.. Ο προτζέκτορας έπλαθε παράλληλα ένα απίστευτο παιχνίδι εικόνων που σε ταξίδευε στην καθάρια αυτή εποχή της υγιούς αφοσίωσης του ακροατή στην μουσική και μόνο. Αποχωρήσαμε πριν το τέλος της συναυλίας από το Agra για να κατευθυνθούμε προς Pantheon/Kuppelhalle. Αν και δεν συνηθίζεται στο πρόγραμμα του WGT να λαμβάνει χώρα κάτι τέτοιο ημέρα Σάββατο, είχαν ανακοινώσει το ετήσιο fetish/BDSM party να γίνει στο χώρο του Volkspalast, οπότε χάσαμε κάποια κομμάτια των Front για να προλάβουμε τα shows, από εικαστικής κυρίως άποψης. 
Αφού, από fetish σκηνικά είχαμε χορτάσει όλο το χρόνο στην Αθήνα (έγιναν πολύ της μοδός τελευταία), προτιμήσαμε να παρακολουθήσουμε το fashion show του Louis Fleischauer, σχεδιαστή των περίφημων AMF Korsets του, που συνδυάζουν, πέρα από ανθεκτικότητα, αυθεντικότητα και πρωτοτυπία στο στυλ και, μία δύσκολη στην περιγραφή αίσθηση μοναδικής υπερβατικότητας. Το θέμα της επίδειξης ήταν ο «βιασμός της Γαίας». Τα μοντέλα, άνδρες-γυναίκες κινούνταν με μια θεατρικότητα στον χώρο που σε παρέσυρε, τα ρούχα, και οι εκφράσεις τους έβγαζαν κάτι μεταξύ αρρωστημένου και μυστηριακού. Υπήρξε και μια παρέμβαση με hooks στις πλάτες ορισμένων μοντέλων, αφού ο Louis  διακρίνεται για αυτήν την μανία του με την εξερεύνηση της σάρκας, της αντοχής και της θνησιμότητάς της. Στο τέλος του show, το μοντέλο του οποίου η ένδυση έφερνε πιο κοντά σε δέντρο, μετατρεπόταν σε πεθαμένο δέντρο, συμβολίζοντας έτσι τον θάνατο της γης και της ίδιας της φύσης. Οι έννοιες και τα βαθύτερα νοήματα μπορεί να είναι διαφορετικά ή να ποικίλλουν, η τελική εντύπωση όμως αποτυπωνόταν ίδια στην μνήμη των θεατών: ότι η κάθε επίδειξη μόδας δεν αποτελεί προϊόν για ανεγκέφαλα fashion victims
Η playlist του show ήταν κάθε άλλο από συνηθισμένη και hit-άτη. Να μην παραλείψω κιόλας πως ο Louis έχει και μια μανία με την Diamanda Galas, οπότε το show του αποκτούσε και ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον για μένα προσωπικά. Την υπέροχη αυτή ατμόσφαιρα όμως μου την χάλασε δυστυχώς το επόμενο show, που –ο όποιος θεός να το κάνει- δεν μου έκανε καμία απολύτως εντύπωση. Λίγο από bondage, λίγο από SM, λίγο ξυλίκι και υποταγή από αφέντες σε σκλάβες και αυτό ήταν όλο. Ίσως το πιο αστείο σημείο της βραδιάς να ήταν αυτό που ο τυπάς έπαιρνε το κεφάλι της σκλάβας και το βουτούσε σε μια λεκάνη με νερό ως ένδειξη κυριαρχίας. Το πρώτο μου χασμουρητό αποτέλεσε σημάδι ότι έκλεισε για μένα αυτή η βραδιά, ίσως όχι και τόσο άδοξα τελικά αφού ο dj eXtravaganXa (ο οποίος παίζει κάθε χρόνο στο συγκεκριμένο αυτό πάρτυ) συνόδεψε τα διαλείμματα κάθε show με απίστευτα ξεσηκωτική club μουσική.

Την Κυριακή 12 Ιουνίου, αλλάξαμε παραστάσεις. Πορευτήκαμε μέσα από δρόμους με πολύ πράσινο και λίμνες προς Parkbühne, το open air stage του φεστιβάλ, για να παρακολουθήσουμε κάποιες industrial/EBM μπάντες γνωστές για τον πιο σκληρό ηλεκτρονικό τους ήχο. Την έναρξη έκαναν οι Substaat από την Νορβηγία της εταιρίας Danse Macabre. Η μουσική τους, θεωρητικά, αν και ήταν industrial με αρκετά στοιχεία techno, τα φωνητικά του τραγουδιστή παρέπεμπαν και λίγο προς pop μουσικούλα που, σε συνδυασμό με τον ηλιόλουστο χώρο του Parkbühne δημιουργούσαν ένα κλίμα ευχάριστο και κάπως παιχνιδιάρικο. Βοήθησε και η ώρα σε αυτό αφού ξεκίνησαν νωρίς το μεσημέρι από τις τρεις και τέταρτο. 
Εν συνεχεία, κάτι νεαρά παιδιά σε πολύ bloody look ανέβηκαν επί σκηνής, οι λεγόμενοι Esc από την Πορτογαλία που, άλλαξαν το όλο κλίμα σε πιο ατμοσφαιρικά σκοτεινό μες στο καταμεσήμερο. Τα distorted vocals και το έντονο ambient στοιχείο των μελωδιών τους, σε συνδυασμό με harsh electro ήταν ό,τι έπρεπε, αφενός για να ξυπνήσω καλύτερα και αφετέρου για να ευχαριστηθώ πραγματική σκοτεινή ηλεκτρονική μουσική από μια μπάντα της οποίας την ύπαρξη δεν γνώριζα καλά-καλά μέχρι πρότινος. Στα φωνητικά και τις μελωδίες δεν έλειπαν τα διάφορα samples και, η παρουσία ηλεκτρικής κιθάρας επίσης ήταν αρκετά εντυπωσιακή. Η καλύτερη γνωριμία μου με κάτι καινούριο είναι πάντα κάτι συναρπαστικό. 
Οι Cryo από την Σουηδία είναι ένα ακόμα γκρουπ του 2002 με ένα «επιθετικό» μουσικά ύφος, κινούμενοι κι αυτοί σε electronica και industrial. Η φωνή του Martin Rudefelt έφερνε υπερβολικά σε αυτήν του Dave Gahan. 
Οι Culture Kultür από την Ισπανία είναι ένα ηλεκτρονικό project που κυμαίνεται σε EBM και synth-pop μονοπάτια. Αν και η όλη τους επίδοση μου άφησε λιγάκι χλιαρές εντυπώσεις, ο frontman Salva Maine ήταν αρκετά κινητικός στην σκηνή και βοήθησε την κατάσταση κάπως μαζί με την keybord-ίστα Distortiongirl. Το τρίτο μέλος της μπάντας απουσίαζε. 
Ακολούθησε η τριμελής μπάντα των The Pain Machinery από την Στοκχόλμη της Σουηδίας, της εταιρίας Complete Control Productions, σε μια εντυπωσιακή δυνατή σκηνική παρουσία και μουσική που αναπτέρωνε επιτυχώς το ηθικό του κοινού. Παρόλο που αυτές οι EBM μπάντες λίγο πολύ είναι παρεμφερείς μεταξύ τους υπάρχει κι αυτό το κάτι που τις κάνει να διαφέρουν μουσικά. Στο συγκεκριμένο γκρουπ οι μελωδίες προκαλούσαν μεγάλη ένταση αλλά, παρόλη την επιθετικότητα που διέκρινε κανείς τόσο στα φωνητικά και το ρυθμό, όσο και στο όλο attitude, τα vibes που μετέδιδαν στους ακροατές ήταν κατά βάσει θετικά και χαρμόσυνα, προσφέροντας μια νότα αισιοδοξίας. 
Ήταν ίσως η καταλληλότερη επιλογή line-up αφού είχε πλέον αρχίσει να βραδιάζει σιγά σιγά και, είχε έρθει πλέον η ώρα των Αμερικανών Tactical Sekt να μας καταποντίσουν σε έναν καταιγισμό από αρρωστημένα EBM beats και στίχους. Το γκρουπ αυτό με τα distorted/harsh vocals χρησιμοποιεί sampling τόσο στην μουσική όσο και στα φωνητικά και οι θεματολογίες που επιλέγουν σχετίζονται με πολλών ειδών ψυχικές μεταπτώσεις και σκοτεινές σκέψεις. Ο Anthony Mather ανέκαθεν καταπιανόταν άλλωστε με τέτοια θεματολογία από Aslan Faction εποχές. Κι ενώ θα περίμενε κανείς να δει κάποια υπερπαραγωγή στο στυλ, την ένδυση και την όλη εμφάνιση της μπάντας, τα μέλη στέκονταν σε ένα απλό look αφήνοντας τη μουσική να μιλήσει από μόνη της, πόσο μάλλον τους στίχους. Δικαίως το κοινό τους αποθέωσε. 

Ήθελα πολύ να προλάβουμε και Pouppée Fabrikk –από Σουηδία- αλλά το καθήκον μας καλούσε να φύγουμε λίγο νωρίτερα για να προλάβουμε τους XMH στο Moritzbastei. Δυστυχώς δεν προλάβαμε τους Beati Mortui ούτε τους Menschdefekt, αλλά οι μουσικές επιδόσεις των XMH, που τους προλάβαμε από την αρχή, ήταν τέτοιες που δίκαια θεωρείται η πατρίδα τους η Ολλανδία αρκετά προχωρημένη χώρα στα περισσότερα παρακλάδια της ηλεκτρονικής μουσικής. Οι XMH πέρα από την συνήθη electro-industrial μουσική προσαρμόζουν και αρκετά trance στοιχεία στις μελωδίες τους δίνοντας έναν άλλο αέρα στο όλο αποτέλεσμα. 

Σειρά είχε ο Γερμανός Soman, δημιουργός της λεγόμενης «industrial for the masses» και γενικότερα industrial for the clubs μουσικής. Με τρεις χορεύτριες στην σκηνή του Moritzbastei, την Γερμανίδα Sandra και τις Ελληνίδες Αλεξία και εμού της ιδίας, κατάφερε να γεμίσει τον συναυλιακό αυτό χώρο σε τέτοιο βαθμό που, ύστερα από τα πρώτα τέσσερα κομμάτια η παρακολούθηση γινόταν ασφυκτική. Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν που ο κόσμος δεν ενοχλούσε ο ένας τον άλλο και, κατάφερναν να διασκεδάζουν κι να χορεύουν όλοι στους ξέφρενους ρυθμούς του Kolja χωρίς τσακωμούς και σπρωξίδι. Κάτι που στην Ελλάδα δύσκολα θα συναντούσε κανείς. Ο Kolja Trelle, μετρ του είδους αυτού αλλά και άτομο με τεράστιες επικοινωνιακές ικανότητες με το κοινό, κατόρθωσε να ανεβάσει στα τελευταία δυο κομμάτια της συναυλίας πολλά άτομα από το -αφηνιασμένο για διασκέδαση- κοινό και να λήξει αυτή την βραδιά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μέγα λάθος που τον έβαλαν φέτος να παίξει εκεί, σίγουρα του άξιζε ένα πολύ μεγαλύτερο stage.
Μου έκανε εξαιρετική εντύπωση ότι φέτος τα περισσότερα γκρουπ που με ενδιέφεραν έπαιζαν σε διαφορετικές σκηνές κάθε μέρα, τόσο που ξεφεύγαμε από την μονοτονία. Σε παλαιότερα WGT ενθυμούμαι ημέρες που επαναλαμβάναμε τις επισκέψεις μας στα ίδια και τα ίδια stages. Η μόνη μας σταθερά ήταν και θα είναι πάντα η αγορά φυσικά. Έτσι την Δευτέρα 13 Ιουνίου αφού παρακολουθήσαμε νωρίς τους Ισπανούς Northland στην κεντρική σκηνή του Agra και, πήραμε μια γεύση από μελωδικότατη death και folk metal πορευτήκαμε προς στο Alte Messe/Halle 15 για να παρακολουθήσουμε κάποιες συναυλίες που διέφεραν κατά πολύ η μία με την άλλη. 

Προλάβαμε τους Inertia, γκρουπ των early 90’s από την Μεγάλη Βρετανία με τον industrial techno ήχο τους και την όμορφη γυναικεία παρουσία τόσο στα φωνητικά όσο και στα ηλεκτρονικά drumsets. Οι Inertia είναι οι Reza Udhin, Alexys B, Kneill X and Andrew Lowlife και, έχοντας πολλές δουλειές στο ενεργητικό τους αλλά και πολλές αλλαγές στο line up, είναι μια μπάντα της οποίας την πορεία έχω χάσει αρκετά και δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω ορθά. Ευχάριστοι και συμπαθείς, με αρκετή ένταση στην σκηνή, σε κάποιους έκαναν αισθητή την παρουσία τους και για άλλους ίσως πέρασαν και δεν άγγιξαν. 
Οι Αυστριακοί Mind In A Box ήταν ίσως η μπάντα που με ενδιέφερε περισσότερο να δω σε αυτόν τον χώρο καθότι, ήταν μπάντα που ουδέποτε είχα ξαναδεί live αλλά άκουγα και ακούω μετά μανίας. Ανέκαθεν θαύμαζα τα περίτεχνα layouts τους που αποπνέουν μια γλυκιά σκοτεινή ατμόσφαιρα. Ο Stefan Poiss, άλλοτε με κι άλλοτε χωρίς διαστρέβλωση φωνητικών, μας καλεί σε cyber ηλεκτρονικά μονοπάτια, μιλώντας αλληγορικά, με συμβολισμούς και υπόνοιες. Σε πολλές περιπτώσεις και πιο ξεκάθαρα, χωρίς να αποβάλλει όμως τον ονειρικά πλασμένο technopop ήχο του συγκροτήματος που παλινδρομεί μεταξύ future pop και progressive trance. Ακούσαμε πολλά αγαπημένα super hits όπως τα «Lost Alone», «Certainty», «Walking», «Change» κ.ά. πολλά, χαθήκαμε στην φουτουριστική νοσταλγική τους ατμόσφαιρα και τους χειροκροτήσαμε όπως τους άξιζε. 
Και έφτασε η ώρα που οι Γερμανοί Stefan Großmann και Tilo Ladwig -ή αλλιώς όπως τους γνωρίζουμε Absurd Minds- έκαναν την είσοδό τους στην σκηνή με έντονες χορευτικές κινήσεις και ενθουσιασμό τον οποίο μετέδιδαν στο γερμανικό κοινό, το οποίο με τη σειρά του τρέφει μια ανεξήγητα μεγάλη αγάπη προς αυτούς, από όσα παρατηρώ χρόνια τώρα. Πρέπει να ήταν η τρίτη φορά που τους έβλεπα live (αν όχι η τέταρτη). Από το ’90 που συγκροτήθηκαν τα δύο band members, τα χαρακτηριστικά φωνητικά του Stefan έχουν προσδώσει μια ιδιαιτερότητα και έναν ξεχωριστό χαρακτήρα στο εναλλακτικό ηλεκτρονικό αυτό σχήμα. Κάπου σε αυτό το σημείο ήταν που θέλησα να κάνω ένα διάλειμμα για να παρακολουθήσω στο Pantheon/Kuppelhalle, μιας και βρισκόταν δυο βήματα από το Alte Messe, τους θρυλικούς In The Nursery από την Αγγλία, οι οποίοι διακρίνονται για τις φαντασμαγορικές τους συναυλίες και τον κινηματογραφικό τρόπο με τον οποίο αποδίδουν τον δικό τους ξεχωριστό ηλεκτρονικό ήχο. 
Ο μιλιταριστικός τους χαρακτήρας συνυφαίνεται δένοντας αρμονικά με το νεοκλασικό ηλεκτρονικό τους ήχο, ο οποίος άλλοτε παραπέμπει σε διθυραμβικά εμβατήρια και άλλοτε σε πιο ατμοσφαιρικά συμφωνικά μονοπάτια. Ενθουσιασμένη ήμουν εξίσου που, είχα την τύχη να παρακολουθήσω, έστω και για λίγο τους Lustmord, σχήμα του Βρετανού μουσικού Brian Williams που συγκαταλέγεται στην πειραματική avant garde σκηνή. Εκπληκτική dark ambient ατμόσφαιρα, σε έναν εξαιρετικά αποπνικτικό πλέον κλοιό που έσφιγγε όλο και περισσότερο εντός του Volkspalast, αφού ο χώρος γέμισε ασφυκτικά με κόσμο, σε σημείο που καθιστούσε την παρακολούθηση της συναυλίας αδύνατη. Τα επίπεδα του πατώματος εκεί επίσης, δεν ήταν δομημένα με τρόπο τέτοιο ώστε να επιτυγχάνεται έστω μια διευκόλυνση. Ήθελα να προλάβω και τους Centhron στο Moritzbastei αλλά οι αποστάσεις και μόνο ήταν παροιμιώδους χιλιομετρικής διαφοράς, οπότε, αρκέστηκα στο φοβερό φωτογραφικό υλικό που συγκεντρώσαμε σαν ομάδα. 

Πορεύτηκα πίσω στο Alte Messe/Halle 15 όπου πρόλαβα τους Γερμανούς Plastic Noise Experience να κάνουν το ζέσταμά τους αρχικά με τα πιο ζωηρά τους industrial και electronic hits και εν συνεχεία με τα πιο αυστηρά χορευτικά EBM τραγούδια τους, τα οποία ξεχωρίζουν από τα χαρακτηριστικά samples της μουσικής τους αλλά και τον εμφαντικό τόνο της φωνής του front man της μπάντας που δίνουν την εντύπωση μικρού ρομπότ όταν τον ακούσει κανείς. Με πολλές αγαπημένες ερμηνείες κομματιών τους όπως τα «Μaschinen», «Plastik Fantastik» και «Εnergie» το σγκρουπ αυτό πάντα μου άλλαζε δραστικά την διάθεση προς το καλύτερο. Ήταν ό,τι έπρεπε για να περάσουμε στον επόμενο καλλιτέχνη που, είναι ένας από τους αγαπημένους μου και δεν είναι άλλος φυσικά από τον Dirk Ivens, γνωστός και τα αξιόλογα μουσικά σχήματά του όπως οι Absolute Body Control, Klinik, Blok 57, Sonar. 
Την βραδιά εκείνη, είχαμε την τιμή να τον παρακολουθήσουμε ως Dive, πράγμα που με ενθουσίασε προσωπικά, καθότι ανέκαθεν προτιμούσα Dive από κάθε άλλο project του. Αυτό που μου έκανε εντύπωση στον Βέλγο καλλιτέχνη, είναι ότι εμφανίστηκε μόνος του εντελώς σε ένα τεράστιο και παντελώς άδειο stage, με μια ντουντούκα κι ένα μικρόφωνο, φορώντας σκέτα απλά μαύρα ρούχα (και το πουκάμισο ανοιχτό αρκετά). Το γεγονός ότι διατηρείται πολύ καλά για την ηλικία του ήταν προφανές και με χαροποιούσε επιπλέον. Μπορώ να πω ότι ανέβηκε κι άλλα level στην εκτίμησή μου. Δριμύς, υπερδραστήριος και με μια αχαλίνωτη ενέργεια που απλωνόταν διάχυτη σε όλο το χώρο, ομολογουμένως ο Dirk τελικά δεν χρειαζόταν όντως ούτε ένα laptop για να ερμηνεύσει τόσο δυναμικά τις μεγάλες του επιτυχίες. Αγαπημένες μου στιγμές ήταν τα «No pain – no game», «Power of Passion», «Man in the Mirror». Η σκηνή σε λιγάκι πιο αργούς ρυθμούς πλέον άρχισε να ετοιμάζεται με ελάχιστα μεξικάνικα σύμβολα και stands μικροφώνων και synthesizers με κεφαλές και κέρατα τράγου επάνω. 
Και αφού μιλάμε για Μεξικό, μπορεί πολύ εύκολα κανείς να καταλάβει σε ποια τρισμέγιστη μπάντα αναφέρομαι που άφησε εποχή και παραμένει στις καρδιές όλων μας. Η Aggrotech είχε και θα έχει «αρχηγούς» της κατά κύριο λόγο τους Hocico. Μετά λύπης μας ο Racso Agroyam, υπεύθυνος προγραμματισμού του διμελούς αγαπημένου μας γκρουπ έλειπε και είχε εγκατασταθεί από έναν πολύ ωραίο νεαρό με μια απίστευτη φουτουριστική ενδυμασία σε μαύρο χρώμα που έφερνε λίγο σε Γκιγκερικό δημιούργημα και smoky make up. Όταν ο Erk Aicrag  έκανε την εμφάνισή του, τα ουρλιαχτά, ο ενθουσιασμός, ακόμα και τα χοροπηδηχτά του κοινού δεν ελέγχονταν. Είναι άξιο θαυμασμού το ότι ο Erk, που αγγίζει ηλικιακά τα 40 something διαθέτει την ενέργεια, την όρεξη και την μεταδοτικότητα τεσσάρων frontmen μαζί. Το να εκφραστώ λέγοντας ότι ο τύπος είναι απλά μορφή καταντά γραφικό κιόλας αλλά μερικά πράγματα είναι απλώς έτσι. Το live των Hocico κράτησε αρκετή ώρα, τόση που κανένας φαν δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι έμεινε ανικανοποίητη κάποια επιθυμία του σε κομμάτι. Ακούσαμε κομμάτια από όλες τις εποχές των Hocico, από όλα τα άλμπουμ τους όπως τα: Odio Bajo El Alma,,Sangre Hirviente, Signos de Aberración, Hate Never Dies: The Celebration, Wrack And Ruin και το τελευταίο τους Tiempos de Furia. Καθώς η σκηνή άδειαζε σιγά σιγά, παρόλο που ο κόσμος δεν ήθελε με τίποτα να φύγουν οι Hocico, μια επόμενη μπάντα-δεινόσαυρος ετοιμαζόταν να δώσει κι αυτή τα δικά της ρέστα και να κλείσει την βραδιά μας –από πλευράς συναυλιών- με τον ωραιότερο δυνατό τρόπο.
Και ναι, είχε φτάσει η ώρα των Άγγλων Nitzer Ebb. Στο άκουσμα και μόνο του ονόματος ένα πράγμα μας έρχεται στον νου: οι προπάτορες. Και όντως, οι Nitzer Ebb αποτελούν όνομα-σταθμό στην ιστορία της old school EBM, αφού τα περισσότερα γκρουπ της εποχής αυτής στις αρχές του ογδόντα αλλά και τα μεταγενέστερα έχουν τις ρίζες τους σε αυτό κυρίως το όνομα. Ή όπως λέω εγώ, ό,τι είναι οι Depeche Mode για την electro-pop είναι και οι Nitzer Ebb για την EBM. Οι Vaughan "Bon" Harris στον προγραματισμό, τα synthesizers, τα drums και τα φωνητικά, Douglas McCarthy στα φωνητικά (και ως κύρια εικόνα του γκρουπ) και David Gooday στα κρουστά, είχαν ένα όχι και τόσο δεμένο στυλάκι εμφανισιακά μεταξύ τους στην σκηνή, σαν να ήθελαν να μας περάσουν κατά κάποιον τρόπο ότι στυλιστικά είναι όλοι τους διαφορετικοί όπως και σε νοοτροπία άλλωστε κι όμως, το μουσικό τους δέσιμο αποτελούσε και θα αποτελεί πάντα σημείο αναφοράς για τους αμετανόητους fans τους. Πολλές οι επιτυχίες που ακούστηκαν, η μία μας βομβάρδιζε γλυκά μετά την άλλη με tracks όπως τα «Payroll», «Getting Closer», «Let your Body Learn», «Lightning Man» κ.ά. Στο encore τους άφησαν για το τέλος το καλύτερο και πολυαγαπημένο μας «Join in the Chant». Με τη χαρά αλλά και την κούραση να μας καταβάλλουν μαζί, αποφασίσαμε να κλείσουμε την βραδιά μας με πάρτυ.
Πήραμε το τραμ για Moritzbastei για το περίφημο GNM (Industrial Global Noise Movement - WGT Finale). Η χορευτική power noise, dark trance κλπ. έδινε και έπαιρνε. Στο Moritzbastei είχαν μαζευτεί πολλοί από τους καλλιτέχνες που είχαν παίξει στο φεστιβάλ, καθώς και άλλοι που είχαν έρθει απλά να περάσουν καλά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που καλλιτέχνες που, δεν τους έκατσε η φάση να παίξουν τη φετινή χρονιά αλλά είχαν παίξει επανειλημμένως σε πολλές προηγούμενες, να έρθουν απλά για βόλτα για να χορέψουν και να πιουν το ποτό τους μαζί με τους fans τους, τους φωτογράφους, τους dj και τον υπόλοιπο κόσμο. Γνώριμα πρόσωπα παντού, από εξωτερικό. Αλλά αρκετά επίσης κι από τη χώρα μας. Ένας λόγος που αγαπώ τη Λειψία τέτοια εποχή και, ιδίως την τελευταία βραδιά κατά τη διάρκεια του GNM, είναι αυτή η οικειότητα που προσφέρει σε όλους μας ανεξαιρέτως.

Όλα τα όμορφα όμως κάποτε τελειώνουνε, το επετειακό αυτό meeting επίσης και, εμείς έπρεπε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Άλλοι με τα αμάξια τους για τα σπίτια τους, άλλοι με τρένα κι άλλοι με αεροπλάνα για τις πατρίδες τους κ.ο.κ.. Εξαντλημένοι αλλά ευτυχείς στο δρόμο της επιστροφής, ακόμα πιο πλούσιοι σε συναισθήματα, μουσικές εμπειρίες και αξέχαστες αναμνήσεις, γεμίσαμε τις μπαταρίες μας και αδημονούμε και πάλι εννοείται για το επόμενο Wave Gotik Treffen του έτους 2012 πλέον, το οποίο αυτή τη φορά θα πραγματοποιηθεί λίγο νωρίτερα, μεταξύ 25 έως 28 Μαΐου του 2012 (σύμφωνα με την πηγή μας www.wave-gotik-treffen.de) στη Λειψία της Γερμανίας όπως κάθε χρόνο επί είκοσι συνεχόμενα χρόνια.  Σε προηγούμενα τεύχη έγραφα για το πόσο στενάχωρα ή καταθλιπτικά είναι τα πράματα όταν κάποιος επιστρέφει στην πατρίδα του μετά από ένα τέτοιο γεγονός και πόσο ασήμαντος «μικρόκοσμος» του φαίνεται ο κόσμος του μπροστά σε αυτό το μεγαλειώδες διεθνές δρώμενο. Πλέον όμως το βλέπω και κάπως πιο ρεαλιστικά. Μεριμνούμε από νωρίς για να έχουμε μια θέση εκεί, κρατάμε όλες τις καλές αναμνήσεις και μαθαίνουμε και κάτι από τις λιγάκι πιο δυσάρεστες. Εν τέλει δε είναι και τόσο άσχημη αυτή η γλυκιά αναμονή μέχρι την επόμενη χρονιά. Αυτή άλλωστε είναι που το κάνει να αξίζει ακόμα περισσότερο. 






Author
Ειρήνη Ζήλου (aka: Zirconia)
Αθήνα - Ελλάδα

Photography 
Jan-Alexander Möller
Karlsruhe - Germany